ψυχοπαθολογία

ψυχοπαθολογία
η
κλάδος της ιατρικής που εξετάζει τις ψυχοπάθειες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψυχοπαθολογία — και ψυχοπαθειολογία, η, Ν ιατρ. κλάδος τής ιατρικής που έχει ως αντικείμενο τη συγκριτική μελέτη τών φυσιολογικών και τών παθολογικών διεργασιών τής ψυχικής ζωής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychopathologie (< ψυχή + παθολογία)] …   Dictionary of Greek

  • ψυχοπαθολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοπαθολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχοπαθολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Γιάσπερς, Καρλ — (Karl Jaspers, Όλντενμπουργκ 1883 – 1969). Γερμανός φιλόσοφος και ψυχοπαθολόγος. Έφτασε στη φιλοσοφία από την ιατρική και την ψυχοπαθολογία, με την οποία ασχολήθηκε σε δύο έργα: Γενική ψυχοπαθολογία (1913) και Ψυχολογία τωνκοσμοθεωριών (1919).… …   Dictionary of Greek

  • μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… …   Dictionary of Greek

  • πανικός — Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν π. τον φόβο που προερχόταν από τον θεό Πάνα. Σήμερα π. λέγεται ο μεγάλος φόβος που εξαιτίας του παραλύει ο λογικός έλεγχος των πράξεων εκείνων που τους διακατέχει. Στην ψυχοπαθολογία π. λέγεται ο φόβος που παραλύει τα… …   Dictionary of Greek

  • υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… …   Dictionary of Greek

  • ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοπαθειολογία — η, Ν βλ. ψυχοπαθολογία …   Dictionary of Greek

  • Βιγκότσκι, Λεν Σεμιόνοβιτς — (Len Semyonovich Vygotsky, Λευκορωσία 1896 – Μόσχα 1934). Λευκορώσος ψυχολόγος. Σπούδασε νομικά και φιλολογία, αλλά από το 1917 εξάσκησε το επάγγελμα του ψυχολόγου και υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ψυχολόγους της Σοβιετικής Ένωσης, μετά… …   Dictionary of Greek

  • κρεπουσκολαρισμός — (ιταλ. crepusculo = λυκόφως, σούρουπο). Ιταλική ποιητική σχολή των αρχών του 19ου αι., με κυριότερους εκπροσώπους τους ποιητές Μ. Μορέτι, Φ. Μαρτίνι και Γκ. Γκοτσάνο. Ουσιαστικά ο κ. δεν συνιστά τεχνοτροπία αλλά έκφραση της ψυχικής διάθεσης των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”